παρακατιανός

παρακατιανός
και παρακατινός, -ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση
2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα
3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα
4. μτφ. φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακάτω + κατάλ. -ι(α)νός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • αποκατινός — ή, ό κ. ιανός 1. αυτός που βρίσκεται αποκάτω, κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο 2. κατώτερης αξίας, παρακατιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αποκάτω + (παραγ. κατάλ.) ινός] …   Dictionary of Greek

  • απόπλυμα — το (AM ἀπόπλυμα) το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο νεοελλ. (για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός αρχ. νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα …   Dictionary of Greek

  • ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… …   Dictionary of Greek

  • ξεπέφτω — ξέπεσα, ξεπεσμένος 1. αμτβ., παρακμάζω, χάνω την οικονομική μου δυνατότητα: Ήταν πλούσιοι, αλλά ξέπεσαν μετά τον πόλεμο. 2. υποτιμούμαι, κρίνομαι κατώτερος, θεωρούμαι παρακατιανός, χάνω την υπόληψή μου: Ξέπεσε στη συνείδηση των πελατών του. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλιάνθρωπος — ο ο κακοήθης, αισχρός, παρακατιανός και γενικά ο κακής διαγωγής άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερος — η, ο (συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος) 1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη. 2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”