ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
αποκατινός — ή, ό κ. ιανός 1. αυτός που βρίσκεται αποκάτω, κάτω από κάποιον ή κάτι άλλο 2. κατώτερης αξίας, παρακατιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αποκάτω + (παραγ. κατάλ.) ινός] … Dictionary of Greek
απόπλυμα — το (AM ἀπόπλυμα) το ακάθαρτο νερό που προέρχεται από το πλύσιμο νεοελλ. (για άνθρωπο) υποδεέστερος, παρακατιανός αρχ. νερό στο οποίο έχει διαλυθεί κάτι, διάλυμα … Dictionary of Greek
ευτελής — ές (ΑΜ εὐτελής, ές) 1. αυτός που έχει χαμηλή τιμή, φθηνός, προσιτός, οικονομικός, ολιγοδάπανος, ολιγοέξοδος 2. (συνεκδ. για καταστάσεις, ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα) ανάξιος λόγου, αυτός που είναι κατώτερης ποιότητας, ο μειονεκτικός, ο… … Dictionary of Greek
ξεπέφτω — ξέπεσα, ξεπεσμένος 1. αμτβ., παρακμάζω, χάνω την οικονομική μου δυνατότητα: Ήταν πλούσιοι, αλλά ξέπεσαν μετά τον πόλεμο. 2. υποτιμούμαι, κρίνομαι κατώτερος, θεωρούμαι παρακατιανός, χάνω την υπόληψή μου: Ξέπεσε στη συνείδηση των πελατών του. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιάνθρωπος — ο ο κακοήθης, αισχρός, παρακατιανός και γενικά ο κακής διαγωγής άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδαίος — α, ο επίρρ. α 1. σημαντικός: Υπήρξε σπουδαίος ρήτορας. – Έχω σπουδαία νέα να σου πω. – Δεν πρόκειται για καμιά σπουδαία αποκάλυψη. 2. (ειρων.), αστείος, ευκαταφρόνητος: Σπουδαίο άνθρωπο βρήκες να τον κάνεις συνέταιρό σου. 3. «σπουδαίο υποκείμενο» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύστερος — η, ο (συγκρ. υστερότερος, υπερθ. ύστατος) 1. αυτός που χρονικά ή σε σειρά ακολουθεί άλλον, επόμενος, κατοπινός: Ύστερη σκέψη. 2. μτφ., αυτός που υστερεί, κατώτερος, δευτερότερος, παρακατιανός: Η ποιότητα αυτού του ξύλου είναι ύστερη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)